χρειαζούμενος

χρειαζούμενος
-η, -ο, Ν
1. χρήσιμος, αναγκαίος
2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα χρειαζούμενα
α) τα απαραίτητα για την επιτέλεση ενός έργου («προτού φύγεις έλεγξε αν έχεις πάρει μαζί σου όλα τα χρειαζούμενα»)
β) τα αναγκαία για τον εξοπλισμό ενός σπιτιού έπιπλα και σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρειάζομαι + κατάλ. -ούμενος*, κατά τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρ. (πρβλ. γραμματιζ-ούμενος, πετ-ούμενος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -ούμενος — κατάλ. παθ. μτχ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων σε έω και όω (πρβλ. δηλούμενος, κρατούμενος).Παραδείγματα παθ. μτχ. σε ούμενος: αυξομειούμενος, βρισκούμενος, γραμματιζούμενος,… …   Dictionary of Greek

  • πιανούμενος — η, ο, Ν (διαλ. τ.) υπολογίσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιάνω + κατάλ. ούμενος τών μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. πετούμενος, χρειαζούμενος)] …   Dictionary of Greek

  • συσταζούμενος — η, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται σε καλή σωματική ή οικονομική κατάσταση 2. σεμνός, συνεσταλμένος. επίρρ... συσταζούμενα Ν 1. σε καλή κατάσταση 2. με σεμνό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνίσταμαι, κατά το χρειαζούμενος)] …   Dictionary of Greek

  • χρειάζομαι — ΝΑ [χρεία] έχω ανάγκη νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι αναγκαίος, χρήσιμος, χρησιμεύω («δεν μού χρειάζεται πια η βοήθειά σου») 2. απρόσ. χρειάζεται υπάρχει ανάγκη, είναι ανάγκη («δεν χρειάζεται να μπεις σε κόπο για μένα») 3. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”