- χρειαζούμενος
- -η, -ο, Ν1. χρήσιμος, αναγκαίος2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα χρειαζούμεναα) τα απαραίτητα για την επιτέλεση ενός έργου («προτού φύγεις έλεγξε αν έχεις πάρει μαζί σου όλα τα χρειαζούμενα»)β) τα αναγκαία για τον εξοπλισμό ενός σπιτιού έπιπλα και σκεύη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρειάζομαι + κατάλ. -ούμενος*, κατά τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρ. (πρβλ. γραμματιζ-ούμενος, πετ-ούμενος)].
Dictionary of Greek. 2013.